- σουλατσάρισμα
- το, Ντο σουλάτσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σουλατσάρω + κατάλ. -ισμα < ρ. σε -ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρ-ισμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουλατσάρισμα — το βόλτα, σεργιάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)